Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

the circle never ends...

Ο παππούς του Μπάμπη ήτανε βοσκός. Σαλάγαγε τα προβατάκια του, έσπερνε και 5-6 δεκαδικά ζαρζαβατικά, ίσα ίσα για ‘κείνον, την κυρά και τα κουτσούβελα. Ωραίος τύπος, λιγομίλητος μα ποτέ του σκυθρωπός, είχε αδυναμία σε πολλά πράγματα και παρά την φτώχια του, του άρεσαν οι ομορφιές, οι απλές μα ιδιαίτερες...

Έκανε κέφι να ακούει αμανέδες στο ραδιόφωνο, βλέπεις του θύμιζαν τα μέρη του και τους ξεχασμένους προγόνους του που δεν έλαχε να τους χορτάσει αφού τους έχασε μικρός... Το τσιγάρο το έσπερνε και το τρώγε στα σοβαρά, τόσο που ακόμη και το πετσί του είχε μαυρίσει, ενώ το ούζο το κατέβαζε πρωί πρωί, σαν μητρικό γάλα...

Ποτέ του όμως δεν άφησε τις έγνοιες του να σκεπάσουν την κρίση του και δεν έκανε να σ'κώσει χέρι ποτές στην όμορφη κυρά του...

Πρέπει να ήτανε στα 12 όταν ανέλαβε την φαμίλια σαν προστάτης και άφησε το παιδί μέσα του να φύγει μάλλον πρόωρα. Αναγκάστηκε βλέπεις αδερφέ να μεγαλώσει απότομα αφού υπήρχαν κάμποσοι μπόμπιρες πίσω απ’ αυτόν. Ποιος άλλος θα μπορούσε; Κανείς έτσι;

Για ‘κείνον ολάκερος ο κόσμος του ήταν το χωριό. Άκουγε για ταξίδια, έβλεπε φωτογραφίες από μέρη μακρινά κι εξωτικά και ονειρευόταν. Ονειρευόταν στα κρυφά και λίγο, τόσο ώστε να συνεχίζει μα να μην ξεχνά αυτά που έπρεπε να «κουβαλήσει». Καρτερικά περίμενε να έρθει η νύχτα για να ταξιδέψει. Στην αγκαλιά της γυναίκας του, άφηνε ότι τον βάραινε και «ελαφρύς» σαν ήτανε «έφευγε» πέρα μακριά. Επέστρεφε στην Σμύρνη, έκανε περατζάδες από την Πόλη του κι έπειτα σαν χάραζε έκανε τσιγάρο στα κλεφτά κάπου στην Κρήτη. Μα πάντα επέστρεφε, πάντα...

Μα οι θεοί τον έβλεπαν και τον έκαναν κέφι έτσι σαν τον παρακολουθούσαν με τα χρόνια να μεγαλώνει και να τους «φτάνει», άξια και αληθινά! Από καιρό ‘κείνοί σχεδίαζαν να του κάνουν το δώρο που λαχταρούσε το παιδί μέσα του μα ήξεραν ότι έπρεπε λίγο ακόμα να περιμένουν. Βλέπεις κάποιοι μεγάλωναν χάρη σ’αυτόν και έπρεπε να προκάμει η «γραμμή» της ζωής τους να παχύνει κάμποσο προτού να μπορέσει να συνεχίσει μονάχη...

Έφυγε το ίδιο σιωπηλά, όπως υπήρξε. Πρότερα της ώρας του και μάλλον βιαστικά μα υπήρχε λόγος. Το ‘ξερε κι η κυρά του κι ας μην το μαρτυρούσε σε κανέναν άλλο. Το ‘ξερε πως θα τον έβλεπε ξανά μπροστά της κάποια μέρα να την κοιτά και να της χαμογελά ήρεμα, διαπερνόντας την με εκείνα τα μάτια που λάτρεψε.

Σαν βγήκε απ’ την κοιλιά της νύφης του, έκλαψε κάμποσο, μα μόνο μια κατάλαβε γιατί. Μονάχα μία τον πήρε στην αγκαλιά της και κατάλαβε πόσο αληθινά ήταν όλα όσα της έλεγαν οι νεράιδες και τα ξωτικά τις νύχτες χωρίς φεγγάρι. Και το χέρι της γλυκά τον σκέπασε για μία ακόμη φορά...

Δεν υπάρχουν σχόλια: