Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

δύο των 150


Οι φωνές του ειδώλου ηχούσαν σαν το σόλο αρμόνιου από 10χρονο αθίγγανο σε σχολική γιορτή, παράταιρες μα και τόσο ταιριαστές με μικρά  βιρτουόζικα ξεσπάσματα που προερχόνταν, όπως πάντοτε, από πόνο ψυχής.

Μάταια οι παρευρισκόμενοι ασθενείς και συγγενείς-Μάρτυρες προσπαθούσαν να τον κατευνάσουν;

-«Όλοι πονάμε κύριε… για τους ανθρώπους είναι όλα. Τι έχετε τελοσπάντωνΕ;» τον ρώτησε μια κυρία, χαιδεύοντας το χέρι του ανδρός της ο οποίος ήταν ανάσκελα σε ένα ράντζο κολλημένος στο τοίχο.

-«Αφήστε με! ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ!» ούρλιαξε το είδωλο και ο Μπάμπης με περίσσια μαεστρία κατόρθωσε να βγάλει το κινητό του και να τον αποθανατίσει παρόλο που το χέρι του, μπανταρισμένο και πρόχειρα δεμένο, κρατούσε ένα πλαστικό ποτήρι φραπέ. Σκέτο, διότι έτσι το απαιτούσε η περίσταση.

Νοσοκόμες, δόκτωρες και διάφοροι παρατρεχάμενοι βρίσκονταν γύρω του, προσπαθώντας να τον δελεάσουν, άκουσον-άκουσον με τυροπιτάκια και καφέ όμως το είδωλο απτόητο συνέχιζε να σπέρνει πυρηνικό όλεθρο, μόνος εναντιών όλων, against all medical odds.

Μια θλίψη κυρίευσε τους πάντες για το κατάντημα του ειδώλου. Αξύριστος, με μάτι θολό, παραληρούσε αποζητώντας ανακούφιση ή προσοχή; Ουδείς γνώριζε, κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε στον άρχοντα εκείνη τη στιγμή, μιας κι ο Λόγος του ασυνάρτητος για τους περισσότερους, δεν άρμοζε με το ύφος και την αισθητική του δήθεν αξιοπρεπούς δράματος που συναντά κανείς στα Επείγοντα.

«Τον είδες;» τον ρώτησε εκστασιασμένος καθώς ο Μπάμπης επιδέξια έστριψε τσιγαρο ενώ βαστούσε και το φραπεδάκι κι αποθανάτιζε παράλληλα τη σκηνή για τις μελλοντικές γενιές των τρασάδων, προετοιμάζοντας όμως ήδη την μεγάλη απόδραση από τα Επείγοντα.

«Ναι… τον είδα.» είπε και το βάλε στο στόμα του, έτοιμος να βγει έξω. Για μια στιγμή σκέφτηκε να πάει να του μιλήσει. Να τον ρωτήσει πως και γιατί του τα «σκάσανε» έτσι στο ξαφνικό κι αν ήθελε να τον πάει και να τον αφήσει πουθενά σε κάποια απ’ τις καβάτζες του για να ηρεμήσει ή να «ξεδώσει».

Απομακρύνθηκε αφήνοντας τον στο τσούρμο των "ειδικών" κι αφότου βεβαιώθηκε πως θα χρειαζόντουσαν τουλάχιστον 2-3 ωρίτσες μέχρι να πάρουν σειρά για τον τομογράφο, βγήκε έξω στη δροσούλα της εισόδου κι έκατσε πλάι σε μια παρέα από μεσήλικες "copa cabano-ξενοδοχείο τροπικάνα" με τις οποίες αντάλλαξε μερικές ματιές ενώ στο μυαλό του στριφογύρισαν σκέψεις…

"Που τις ξέρω τις καριόλες;» σκέφτηκε και κάπου τρεμόπαιξαν τα φώτα μιας πινακίδας νέον.